- αβυσσαλέος
- α, ο[ν]1) бездонный, глубочайший; бесконечный; 2) адский, сатанинский;
αβυσσαλέα πρόθεση — адский замысел;
§ μας χωρίζει χάσμα αβυσσαλέον — нас разделяет пропасть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβυσσαλέα πρόθεση — адский замысел;
§ μας χωρίζει χάσμα αβυσσαλέον — нас разделяет пропасть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβυσσαλέος — α, ο 1. ο βαθύς σαν την άβυσσο: Χάσμα αβυσσαλέο τούς χώριζε. 2. καταχθόνιος: Ήταν άνθρωπος ανεξιχνίαστος, αβυσσαλέος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβυσσαλέος — α, ο [άβυσσος, η] 1. απύθμενος, χαώδης 2. κρημνώδης, βαραθρώδης 3. ανεξιχνίαστος, καταχθόνιος … Dictionary of Greek
άβυσσος — Φυσική κοιλότητα στον φλοιό της Γης, πολύ βαθιά και κάθετη. Ά. υπάρχουν τόσο στα τμήματα ξηράς που έχουν αναδυθεί (π.χ. η ά. Μπερταρέλι στην Ιστρία, η Σπλούγκα ντέλα Πρέτα στην Ιταλία, κοντά στη Βερόνα, το βάραθρο του Μπερζέ στη ΝΔ Γαλλία) όσο… … Dictionary of Greek